παρασημοφορία

παρασημοφορία
η
1. απονομή παρασήμου σε κάποιον ως ηθική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις
2. η λήψη, από ένα πρόσωπο, παρασήμου που τού απονεμήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + -φορία (< -φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο-φορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο Φυλλάδιον εν Κερκύρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασημοφορία — η απονομή παράσημου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασημοφόρηση — η [παρασημοφορώ] παρασημοφορία …   Dictionary of Greek

  • παρασημοφόρηση — η βλ. παρασημοφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”